Τρίτη

Από την κρίση στη διάκριση!

Γράφει ο Νίκος Χατζηνικολάου για το real.gr


ΣΗΜΕΡΑ -κατ’ εξαίρεση- δεν θα ασχοληθώ με τη μιζέρια της πολιτικής μας σκηνής, παρότι οι αφορμές για να το κάνω είναι και πολλές και σημαντικές. Από την αυτοκτονία του 77χρονου συνταξιούχου φαρμακοποιού στην πλατεία Συντάγματος, που συγκλόνισε το πανελλήνιο, εκτός ίσως από τον Μπεγλίτη και τον Κουκουλόπουλο, μέχρι τον βαρύ τραυματισμό του προέδρου των φωτορεπόρτερ από τα ΜΑΤ, που μας εξόργισε όλους και από τη βιομηχανία των ρουσφετολογικών τροπολογιών, που πέρασαν νύχτα από τη Βουλή, μέχρι την προκλητική ρύθμιση της τελευταίας στιγμής για τις οικονομικές επιδοτήσεις και τα χρέη των κομμάτων, το πολιτικό μας σύστημα απέδειξε για πολλοστή φορά τις τελευταίες ημέρες πόσο γηρασμένο, παρηκμασμένο, αυτιστικό και αναξιόπιστο είναι!

Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ που πέρασε, όμως, είχε και μια μικρή αφορμή αισιοδοξίας και ανάτασης. Το δίκτυο ellines.com που ίδρυσε και διαχειρίζεται ο φίλος και συνεργάτης μου Χρήστος Μπάρλας, διευθυντής του Real FM, πραγματοποίησε στην Αθήνα ένα πολύ επιτυχημένο συνέδριο, με θέμα «Ελληνες - Από την κρίση στη διάκριση» (ρεπορτάζ στη σελ. 48). Ομιλητές επτά ξεχωριστοί Ελληνες, που διακρίθηκαν εκτός των ελληνικών συνόρων. Κοινό χαρακτηριστικό όλων τους η βαθειά και ανυπόκριτη αγάπη για την Ελλάδα και η αντίληψη ότι αν εργαστούμε ενωμένοι και σκληρά, μπορούμε όχι μόνο να βγούμε από την κρίση, αλλά και να φτάσουμε πάλι στη διάκριση.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΜΟΥ ομιλία στο συνέδριο αυτό, παραθέτω λίγες γραμμές: «Η περιδίνηση της κρίσης, το άγχος για τις δημοσιονομικές επιδόσεις και η βαριά εθνική κατάθλιψη που σκεπάζει τη χώρα συσκοτίζουν τον πιο ουσιαστικό διάλογο που ακόμα δεν έχουμε ξεκινήσει στη χώρα μας. Ελληνες. Ποιοι είμαστε; Πιστεύουμε στον εαυτό μας; Μπορούμε συλλογικά και οργανωμένα ως έθνος να τα καταφέρουμε στην παγκόσμια εποχή; Μπορούμε να περάσουμε από την εποχή της κρίσης στην εποχή της διάκρισης; Και με αφετηρία αυτά τα βασικά ερωτήματα για την εθνική μας ταυτότητα, να δώσουμε απαντήσεις και σε άλλα, που σχετίζονται άμεσα με τον εθνικό μας χαρακτήρα, την πολύπλευρη κρίση που αντιμετωπίζουμε και την προοπτική εξόδου από αυτή; Πώς γίνεται να αγαπάμε τόσο πολύ σε ατομικό επίπεδο την πατρίδα μας και την κληρονομιά μας, αλλά να μισούμε τόσο πολύ το κράτος που έχουμε οικοδομήσει; Πώς είναι δυνατό να έχουμε κρατήσει ζωντανές τις κοινότητες των Ελλήνων εδώ και 3.000 χρόνια, αλλά να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε ως λαός ούτε για τα αυτονόητα; Πώς φτάσαμε στο σημείο εμείς που ανακαλύψαμε την αξία του νέου, της προόδου και της εξέλιξης να πιστεύουμε σήμερα ότι η παγκοσμιοποίηση και ο ξέφρενος ρυθμός εξέλιξης που τη συνοδεύει είναι μία συνωμοσία που απειλεί την εθνική μας ύπαρξη; Πώς γίναμε από παραγωγοί μεγάλων ιδεών, παράτολμοι έμποροι και μεγάλοι ανθρωπιστές, μιμητές, παθητικοί καταναλωτές, δογματικοί, λάτρεις του παλιού, του σίγουρου, του εξαρτημένου;

ΕΑΝ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ σε αυτά τα βασικά ερωτήματα, που σχετίζονται άμεσα με την εθνική μας ταυτότητα, πολύ φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσουμε να συνδιαμορφώσουμε ως κοινωνία το πολυπόθητο εθνικό σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου μας. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οποιοδήποτε στρατηγικό σχέδιο ξεκινάει από τη στοχοθέτηση και την ανάπτυξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Ξεκινάει από την ξεκάθαρη διατύπωση ενός οράματος και μίας αποστολής. Ξεκινάει από το επίπεδο των αξιών και των μοναδικών χαρακτηριστικών που επιθυμούμε να δούμε να αναπτύσσονται. Από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δεν τον κάναμε ποτέ αυτό τον διάλογο για την ταυτότητά μας. Δεν κάναμε τον διάλογο και δεν αποκτήσαμε ποτέ το δικό μας σχέδιο, τη δικιά μας πολιτεία, το δικό μας παραγωγικό μοντέλο. Καταφύγαμε στην αντιγραφή, στον μιμητισμό, στον συνεχή δανεισμό. Τώρα, λοιπόν, που ολοκληρώνεται με τον πιο ηχηρό τρόπο όχι μόνο ο κύκλος της μεταπολίτευσης, αλλά και ο κύκλος του ’21, ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε στον καθρέπτη και να ανοίξουμε τον πιο ουσιαστικό διάλογο».

ΘΑ ΚΛΕΙΣΩ το σημείωμα αυτό με ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Στέλιου Παρασκευόπουλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Ηττηθήκαμε; Νομίζω πως ναι!». Γράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας: «Στην Ελλάδα, δεν της αξίζει η αποτέφρωση που την οδηγούν οι πολιτικοί της. Στην Ελλάδα, δεν της αξίζει να σκεπαστεί με δαμασκηνό σάβανο. Αλικο αίμα είναι το ανάβρυσμα αυτού του λαού στην ιστορική του πορεία. Ο γόος της μάνας συνόδευε πάντα τα παιδιά της πατρίδας στις πεπρωμένες θυσίες τους. Οι οιμωγές της ψυχής των πολεμιστών ήταν πάντα το τραγούδι της λευτεριάς αυτής της ηλιογέννητης χώρας. Αυτά τα άγια κειμήλια του λαού, το αίμα του, το δάκρυ του, τον κοπετό του, τον μόχθο του, δεν είχαν το δικαίωμα οι πολιτικοί να τα κηλιδώσουν, αν δεν ήθελαν να τα σεβαστούν. Και τα σπίλωσαν. Και τα βεβήλωσαν ανερυθρίαστα, οδηγώντας τους πολίτες στην απόγνωση και την πενία». Και λίγο πιο κάτω υπογραμμίζει: «Παρ’ όλα αυτά, πάντα θα υπάρχει η απαντοχή μιας οικουμενικής μορφής, η “απότομη σπαθιά” του Αξελού και πάντα θα υπάρχει η ελπίδα, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη, “ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο, ν’ ανατείλει μία φωνή ξεκούραστη». Είθε!

Ποιοι μας τιμούν και που...