DW
Γερμανία - Αφγανιστάν
Η παρουσία γερμανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν παραμένει από το 2001 κυρίαρχο θέμα στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας. Ετσι δεν είναι καθόλου περίεργο που η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση «σκόνταψε» στο Αφγανιστάν. Οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την αποστολή γερμανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν και οι πιέσεις προς την κυβέρνηση για τον ρόλο των γερμανικών στρατευμάτων αντί να εκτονώνονται, αυξάνονται. O νέος υπουργός Αμυνας K. Γκούντενμπεργκ αναγκάστηκε να περάσει στην άμυνα με αφορμή το σκάνδαλο του βομβαρδισμού του Κουντούζ, με θύματα αμάχους Αφγανούς. Τόσο ο προκάτοχός του όσο και ο ίδιος αρνήθηκαν ότι γνώριζαν τα περί θυμάτων και βιάστηκαν να στηρίξουν τη διαταγή του βομβαρδισμού από τον Γερμανό επικεφαλής, συνταγματάρχη Γκ. Κλάιν. Οταν όμως διέρρευσε ότι το υπουργείο Αμυνας της Γερμανίας είχε έγκαιρα τις πληροφορίες για τον θάνατο αμάχων, ο κ. Γκούτενμπεργκ αναγκάστηκε να απαλλάξει των καθηκόντων του τον γενικό διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν και τον καθ’ ύλην αρμόδιο υφυπουργό.
THE NEW YORK TIMES
ΗΠΑ και Υεμένη
Πέραν όλων των άλλων γύρω από τον Νιγηριανό επίδοξο βομβιστή Ουμάρ Φαλούκ Αμπντουλμουταλάμπ εγείρεται ένα σοβαρό ερώτημα: πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαχειριστούν την αυξανόμενη παρουσία της Αλ Κάιντα στην Υεμένη.
Η κυβέρνηση ασκεί πιέσεις προς τον πρόεδρο της Υεμένης, προκειμένου ο τελευταίος να επιτρέψει τη διεξαγωγή αμερικανικών επιχειρήσεων -και πλήγματα με πυραύλους- επί του εδάφους της χώρας. Η Ουάσιγκτον σχεδιάζει να χορηγήσει το ποσό των 70 εκατ. δολαρίων εντός των επόμενων 18 μηνών για να εξοπλίσει και να εκπαιδεύσει τις υεμενικές δυνάμεις.
Ο Λευκός Οίκος πρέπει τώρα να αποφασίσει αν αυτά τα μέτρα χρειάζονται περαιτέρω ενισχύσεις. Από τη στιγμή που τα μέλη του Κογκρέσου θα επιστρέψουν στην Ουάσιγκτον θα πρέπει να ενδιαφερθούν για τους επικεφαλής των υπηρεσιών ελέγχου και εσωτερικής ασφάλειας, καθώς αυτές οι υπηρεσίες έχουν προσωρινές διοικήσεις. Δεν υπάρχει πλέον η παραμικρή δικαιολογία για πολιτικολογίες και καθυστερήσεις στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας.
THE ECONOMIST
Λαϊκίστικες απόψεις
Είναι αλήθεια ότι στην Ε.Ε. υπάρχει μια εσφαλμένη αντίληψη περί φεντεραλισμού: όσοι απορρίπτουν μια βαθύτερη πολιτική ένωση είναι εθνικιστές. Αυτή η άποψη είναι λαϊκίστικη. Εχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που έθεσε πρόσφατα το ζήτημα ο Ισπανός ευρωβουλευτής, Ραμόν Γιαουρέγκι, ο οποίος έγραψε στην ισπανική εφημερίδα «Ελ Παΐς» για τις σημαντικές ευκαιρίες που προσφέρει η Συνθήκη της Λισσαβώνας προκειμένου να ισχυροποιηθεί η ενιαία Ευρώπη.
«Μεταξύ των κρατών–μελών της Ε.Ε. υπάρχουν αρκετά που για λόγους εθνικιστικούς αρνούνται να εγκαταλείψουν την εθνική κυριαρχία και να αποδεχθούν τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις σε διάφορους τομείς. Ο τομέας της Δικαιοσύνης και της ελευθερίας (αστυνομία - μετανάστευση) αποτελεί καλό παράδειγμα της απόλυτης ανάγκης να υπάρξει εναρμόνιση των νόμων και συνεργασία μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων και των δικαστηρίων, που ωστόσο δεν προχωράει γιατί πολλά ευρωπαϊκά κράτη ανθίστανται, φοβούμενα ότι θα χάσουν την εθνική τους ταυτότητα». Υπάρχει όμως, πάντα, μία μέση οδός.
HURRIYET
Οι ελβετικοί μιναρέδες
Το 2009 θα το δούμε υπό διαφορετικές οπτικές γωνιές. Μία από τις σημαντικότερες, όμως, θα συνδεθεί με το δημοψήφισμα για τους μιναρέδες στην Ελβετία. Η Ελβετία είναι μια χώρα των 7,6 εκατ. στην καρδιά της Ευρώπης. Η μόνη ανησυχία των Ελβετών είναι να μη χάσουν τις κεκτημένες ανέσεις και το περιβάλλον. Οι Ελβετοί είναι ένας ήσυχος λαός που δέχεται τους ξένους με ανοιχτές αγκάλες όσο διάστημα παράγουν χρήμα. Η ελβετική κοινωνία έχει περίπου 400.000 Μουσουλμάνους. Με τέσσερα τεμένη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ελβετία δεν έχει σχεδόν καμιά επαφή με το Ισλάμ στην καθημερινότητα. Παρά το γεγονός αυτό, όταν φτάνουμε στο σημείο να διερευνήσουμε το ζήτημα της απαγόρευσης των μιναρέδων, μια άλλη ευρωπαϊκή πραγματικότητα έρχεται στην επιφάνεια. Το δημοψήφισμα άγγιξε ένα τέτοιο ευαίσθητο νεύρο, ώστε έκτοτε η διαπάλη έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Αυτές τις μέρες η Ευρώπη συζητάει το θέμα της ταυτότητας. Μια Ευρώπη των 500 εκατ. Ευρωπαίων που έχει πάνω από 20 εκατ. Μουσουλμάνων. Και το ερώτημα που τίθεται, είναι: «Θα μπορέσουμε να αποδεχθούμε το Ισλάμ ανάμεσά μας;».