Άρθρο της Μαργαρίτας Μυτιληναίου για το protagon.gr
Η πρώτη είδηση που διάβασα προχτές στο ίντερνετ αφορούσε στο θάνατο της Δόμνας Σαμίου. Ένα «ωωωωω» έφυγε από μέσα μου αβίαστα, αυτόματα. Ίσως γιατί, με χαρακτηριστική αφέλεια, νόμιζα ότι θα είναι πάντα εκεί. Πάντα παρούσα. Πάντα υπερκινητική και γεμάτη όρεξη, όπως τη θυμόμουν. Έκανα λάθος. Είχα πάνω από δυο χρόνια να μιλήσω μαζί της. Σχεδόν από τότε που έφυγα από την ΕΡΤ.
Σταματάω να γράφω για λίγο. Σκέφτομαι τα μάτια της. Δυο μικρές φωλιές ζωής. Δυο πηγές εξυπνάδας. Αεικίνητα μάτια. Που μιλούσαν πριν από ‘κείνη. Σαν να μαρτυρούσαν τη σκέψη της, την ανάγκη της, τη δίψα της να μαθαίνει.
Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Δεν έζησε εύκολη ζωή. 1928, Καισαριανή -2012, Νέα Σμύρνη. Πάντα η Μικρά Ασία και η προσφυγιά κυλούσαν στις φλέβες της. Όπως ακριβώς και η παράδοση, οι σκοποί, οι στίχοι, τα τραγούδια και οι φωνές.
Από το ’63 γυρνούσε την Ελλάδα με ένα μπομπινόφωνο (να το πω μαγνητόφωνο για να συνεννοούμαστε). Σχεδόν σε όλη της τη ζωή ταξίδευε, ερευνούσε, κατέγραφε και στην ουσία διέσωζε τη μουσική μας ιστορία. Ποιο κράτος και ποια πολιτιστική υποδομή, μου λέτε εσείς. Μια γυναίκα με πείσμα, όρεξη και πίστη ήταν η κυρία Δόμνα. Απέναντι σε όλους και όλα, όταν χρειαζόταν. Ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί, ναι, πρέπει να χρειάστηκε πολλή δύναμη- εν μέσω Χούντας- για να σηκωθεί μέσα από ένα πλήθος γιεγιέδων και να ανέβει στη σκηνή του Ροντέο για να τραγουδήσει δίπλα στον Διονύση Σαββόπουλο. Το έκανε. Τραγούδησε με μια ψυχή άλλο πράγμα και κατάφερε από εκείνη την πρώτη μέρα της ουσιαστικής της εξωστρέφειας να βάλει σιγά-σιγά τη δημοτική, την παραδοσιακή μουσική μέσα στις καρδιές των νέων ανθρώπων.
Δεν έμοιαζε να φοβάται η κυρία Δόμνα. Δεν έμοιαζε να σταματά μπροστά σε τίποτα. Νομίζω πως ήταν από τους πρώτους που πίστεψαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία τόσο πολύ. Εδώ και 30 χρόνια ένας σύλλογος με το όνομά της, και στηριζόμενος κυρίως σε χορηγούς, τη βοήθησε να ξεμπλέξει από τα γρανάζια της δισκογραφίας, να διασώζει και να προβάλει την παραδοσιακή μουσική, να διοργανώνει εκδηλώσεις μόνο έτσι όπως εκείνη ήθελε: απλά κι αληθινά. Κι όλα αυτά αθόρυβα. Δεν ενοχλούσε, δε ζητούσε ατέλειωτες κρατικές επιχορηγήσεις, δε φόρτωνε τους δίσκους της με φανταχτερά στολίδια.
Μια φορά, οι επιτήδειοι την πάτησαν μαζί της. Ήταν το ’93 ή ’94, νομίζω. Κυκλοφόρησε ένα δίσκο με αποκριάτικα αθυρόστομα τραγούδια και οι σεμνότυφοι κριτές της πήγαν να τη φάνε. Εκείνη γέλαγε, το διασκέδαζε με την ψυχή της. Ήξερε καλά πως οι βιαστικοί αρπακολατζήδες θα προσπαθούσαν να τη διασύρουν. Έλα όμως που οι δικές τους ανίερες κατηγορίες εξέπεσαν! Όλος ο δίσκος, που μάλιστα έγινε και best seller, βασίστηκε πάνω σε ιερούς/ σατυρικούς στίχους και σκοπούς της παράδοσης.
Αν τώρα κλείσω τα μάτια μου είμαι σίγουρη πως θα τη δω να χαμογελάει. Μπορεί και να την ακούσω να μου ψιθυρίζει «Τι έγινε, βρε Σπίθα; Τον άκουσες το δίσκο με τα κάλαντα;» Ναι, κυρία Δόμνα, τον άκουσα και μ’ άρεσε. Πες μου τώρα μια από τις ιστορίες σου… Τις έλεγε ωραία τις ιστορίες της ζωής της, ακόμη κι αν προς το τέλος δε θυμόταν καλά τα ονόματα και τις χρονολογίες.
Ποιος νοιάζεται γι’ αυτά;
Καλό ταξίδι κυρία Δόμνα. Καλό ταξίδι.
Πηγή : protagon.gr
Η πρώτη είδηση που διάβασα προχτές στο ίντερνετ αφορούσε στο θάνατο της Δόμνας Σαμίου. Ένα «ωωωωω» έφυγε από μέσα μου αβίαστα, αυτόματα. Ίσως γιατί, με χαρακτηριστική αφέλεια, νόμιζα ότι θα είναι πάντα εκεί. Πάντα παρούσα. Πάντα υπερκινητική και γεμάτη όρεξη, όπως τη θυμόμουν. Έκανα λάθος. Είχα πάνω από δυο χρόνια να μιλήσω μαζί της. Σχεδόν από τότε που έφυγα από την ΕΡΤ.
Σταματάω να γράφω για λίγο. Σκέφτομαι τα μάτια της. Δυο μικρές φωλιές ζωής. Δυο πηγές εξυπνάδας. Αεικίνητα μάτια. Που μιλούσαν πριν από ‘κείνη. Σαν να μαρτυρούσαν τη σκέψη της, την ανάγκη της, τη δίψα της να μαθαίνει.
Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Δεν έζησε εύκολη ζωή. 1928, Καισαριανή -2012, Νέα Σμύρνη. Πάντα η Μικρά Ασία και η προσφυγιά κυλούσαν στις φλέβες της. Όπως ακριβώς και η παράδοση, οι σκοποί, οι στίχοι, τα τραγούδια και οι φωνές.
Από το ’63 γυρνούσε την Ελλάδα με ένα μπομπινόφωνο (να το πω μαγνητόφωνο για να συνεννοούμαστε). Σχεδόν σε όλη της τη ζωή ταξίδευε, ερευνούσε, κατέγραφε και στην ουσία διέσωζε τη μουσική μας ιστορία. Ποιο κράτος και ποια πολιτιστική υποδομή, μου λέτε εσείς. Μια γυναίκα με πείσμα, όρεξη και πίστη ήταν η κυρία Δόμνα. Απέναντι σε όλους και όλα, όταν χρειαζόταν. Ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί, ναι, πρέπει να χρειάστηκε πολλή δύναμη- εν μέσω Χούντας- για να σηκωθεί μέσα από ένα πλήθος γιεγιέδων και να ανέβει στη σκηνή του Ροντέο για να τραγουδήσει δίπλα στον Διονύση Σαββόπουλο. Το έκανε. Τραγούδησε με μια ψυχή άλλο πράγμα και κατάφερε από εκείνη την πρώτη μέρα της ουσιαστικής της εξωστρέφειας να βάλει σιγά-σιγά τη δημοτική, την παραδοσιακή μουσική μέσα στις καρδιές των νέων ανθρώπων.
Δεν έμοιαζε να φοβάται η κυρία Δόμνα. Δεν έμοιαζε να σταματά μπροστά σε τίποτα. Νομίζω πως ήταν από τους πρώτους που πίστεψαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία τόσο πολύ. Εδώ και 30 χρόνια ένας σύλλογος με το όνομά της, και στηριζόμενος κυρίως σε χορηγούς, τη βοήθησε να ξεμπλέξει από τα γρανάζια της δισκογραφίας, να διασώζει και να προβάλει την παραδοσιακή μουσική, να διοργανώνει εκδηλώσεις μόνο έτσι όπως εκείνη ήθελε: απλά κι αληθινά. Κι όλα αυτά αθόρυβα. Δεν ενοχλούσε, δε ζητούσε ατέλειωτες κρατικές επιχορηγήσεις, δε φόρτωνε τους δίσκους της με φανταχτερά στολίδια.
Μια φορά, οι επιτήδειοι την πάτησαν μαζί της. Ήταν το ’93 ή ’94, νομίζω. Κυκλοφόρησε ένα δίσκο με αποκριάτικα αθυρόστομα τραγούδια και οι σεμνότυφοι κριτές της πήγαν να τη φάνε. Εκείνη γέλαγε, το διασκέδαζε με την ψυχή της. Ήξερε καλά πως οι βιαστικοί αρπακολατζήδες θα προσπαθούσαν να τη διασύρουν. Έλα όμως που οι δικές τους ανίερες κατηγορίες εξέπεσαν! Όλος ο δίσκος, που μάλιστα έγινε και best seller, βασίστηκε πάνω σε ιερούς/ σατυρικούς στίχους και σκοπούς της παράδοσης.
Αν τώρα κλείσω τα μάτια μου είμαι σίγουρη πως θα τη δω να χαμογελάει. Μπορεί και να την ακούσω να μου ψιθυρίζει «Τι έγινε, βρε Σπίθα; Τον άκουσες το δίσκο με τα κάλαντα;» Ναι, κυρία Δόμνα, τον άκουσα και μ’ άρεσε. Πες μου τώρα μια από τις ιστορίες σου… Τις έλεγε ωραία τις ιστορίες της ζωής της, ακόμη κι αν προς το τέλος δε θυμόταν καλά τα ονόματα και τις χρονολογίες.
Ποιος νοιάζεται γι’ αυτά;
Καλό ταξίδι κυρία Δόμνα. Καλό ταξίδι.
Πηγή : protagon.gr