Άρθρο του Παύλου Γεωργιάδη για το protagon.gr
Τον τελευταίο καιρό έχει ανοίξει η συζήτηση για τον ρόλο των μεσαζόντων στην διατροφική αλυσίδα. Αν και το «κίνημα της πατάτας» αποτελεί πλέον θέμα και στον διεθνή τυπο και έχει απήχηση σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας, δεν είναι ο μόνος τρόπος σύνδεσης του παραγωγού με τον καταναλωτή. Ναι, το απευθείας εμπόριο, οι online αγορές και η δουλειά των εθελοντών έριξαν τον πρώτο σπόρο. Όμως για να μετεξελιχθεί σε πραγματικό κίνημα με ουσία, θα πρέπει να αναλάβει η κοινωνία τον ρόλο της στην αύξηση της συλλογικότητας, της ποικιλότητας και της συνειδητοποίησης πάνω σε θέματα υγείας και περιβάλλοντος. Εμπνέοντας και εκπαιδεύοντας συγχρόνως ανθρώπους όλων των ηλικιών να δημιουργήσουν βιώσιμα συστήματα παραγωγής που θα κάνουν τις πόλεις μας πιο λειτουργικές.
Σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν σήμερα αμέτρητα projects που μετατρέπουν αστικές περιοχές σε «εδώδιμες πόλεις», χρησιμοποιώντας ποικίλους τρόπους αστικής παραγωγής και Κοινωνικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας. Πρόκειται για κοινωνικά διαχειριζόμενες δράσεις που συνδιάζουν το ανθρώπινο, φυτικό και ζωικό δυναμικό μέσα σε μικρούς κήπους στους ελεύθερους χώρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες, σε κοινοτικά θερμοκήπια και μεγάλες περιαστικές φάρμες. Από τους κοινοτικούς κήπους του Παρισιού και τις ταράτσες του Λονδίνου, έως τους Κήπους της Νίκης του Σαν Φρανσίσκο και το φοιτητικό αγρόκτημα σε ένα πανεπιστήμιο στα προάστια της Στουτγάρδης, όλο και περισσότεροι άνθρωποι παράγουν τα δικά τους προϊόντα σε μέρη που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί μόλις λίγα χρόνια πριν. Δεν αποτελεί φυσικά έκπληξη, μιας και οι τιμές των τροφίμων που καλπάζουν συνοδεύονται από μία ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για φρέσκα προϊόντα που παράγονται με σωστό τρόπο.
Η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία δεν είναι κάποια καινούρια μέθοδος παραγωγής. Είναι απλώς ένας διαφορετικός τρόπος οργάνωσης της διατροφικής αλυσίδας. Φυσικά, δεν υπάρχουν μεσάζοντες και έμποροι, μιας και οι παραγωγοί έρχονται σε άμεση επαφή και συνέργιεα με τους καταναλωτές. Οι καλλιέργιες και οι τιμές καθορίζονται από τις ανάγκες της τοπικής αγοράς και η παραγωγή από τις ανάγκες της κοινότητας που υποστηρίζει το κάθε αγρόκτημα. Έτσι, οι καταναλωτές δεν χρειάζεται να αγοράζουν φρέσκα κηπευτικά και φρούτα από το supermarket, μιας και μπορούν να διαλέγουν και να προμηθεύονται τα προϊόντα μέσα στο αγρόκτημα, ακόμη και να τα συλλέγουν οι ίδιοι.
Από τη μία, οι γεωργοί δεν έχουν το άγχος της παραγωγής, μιας και μοιράζονται το κόστος μαζί με τους καταναλωτές. Από την άλλη, οι καταναλωτές δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τα «ψιλά γράμματα» της συμβατικής γεωργίας: ορμόνες, φυτοφάρματα, συνθετικά λιπάσματα και την περιβαλλοντική ρύπανση. Κυρίως, οι καταναλωτές γίνονται συμπαραγωγοί, δηλαδή αποκτούν τη δυνατότητα να επιλέγουν οι ίδιοι για την παραγωγή της τροφής τους, συμβάλλοντας έτσι στην περιβαλλοντική υγεία και τη διατροφική ασφάλεια των κοινοτήτων τους μέσα στις πόλεις.
Στην πλειοψηφία τους, τα αστικά αγροκτήματα και οι κοινοτικοί κήποι συστήνονται από ενεργοποιημένους εθελοντές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις, μεγαλύτερες φάρμες μπορούν να δημιουργήσουν ακόμη και θέσεις εργασίας. Τα περισσότερα projects διαχειρίζονται από αυτόνομες επιτροπές ενώ άλλα σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές. Αυτές οι ομάδες ασχολούνται κυρίως με την παραγωγική διαδικασία, παρέχουν μαθήματα, επισκέπτονται σχολεία, κοινοτικούς αγρούς και κοινωνικές επιχειρήσεις. Άλλες φιλοξενούν εγκαταστάσεις για παιχνίδι και άθληση, καθώς και εξωσχολικές δραστηριότητες, ακόμη και προγράμματα διακοπών.
Η προσφορά της κοινωνικής γεωργίας δεν επιτρέπει απλώς στους πολίτες να έρθουν σε επαφή με την πραγματική ζωντανή τροφη παρέχοντάς φρέσκα, ντόπια, εποχικά και βιολογικά προϊόντα. Παρέχει επίσης ευκαιρίες για την εκμάθηση νέων ικανοτήτων και δεξιοτήτων μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Και σίγουρα συμβάλλει στην οικονομική ευρωστία και περιβαλλοντική υγεία των περιοχών που την φιλοξενούν. Πάνω απ’ όλα, μπορεί να μετατραπεί σε ένα ανεκτίμητο εργαλείο που φέρνει κοντά ανθρώπους από διαφορετικές ηλικίες, κουλτούρες και δεξιότητες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να βελτιώσουν την φυσική και ψυχική υγεία των κοινοτήτων τους.
Η αστική γεωργία μπορεί επίσης να βοηθήσει πολύ στην οικονομική υγεία των πόλεων, μιας και η παραγωγή μπορεί να συνδιαστεί με τις εθελοντικές διανομές τροφίμων (που η χάρη τους έφτασε περήφανα μέχρι την Κίνα), τα κοινωνικά παντοπωλεία και τα συσσίτια που υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους δήμους της χώρας. Μπορεί πραγματικά να βοηθήσει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ανεργείας, της πείνας, του ανθυγιεινού τρόπου διατροφής, της έλλειψης πληροφόρισης και παιδείας. Και μπορεί να δώσει ώθηση στην αλλαγή της νοοτροπίας και της ψυχολογίας της κοινωνίας μας, δημιουργώντας μια άλλη προσέγγιση στην τροφή και την οικονομική ασφάλεια.
Η Ελλάδα έχει να αποκομίσει τεράστια οφέλη αν οι αστικές περιοχές της μπορέσουν να σμίξουν την ανάπτυξή τους με την ποιότητα του περιβάλλοντος, την σταθεροποίηση της γειτονιάς και την συνειδητοποίηση από μέρους των πολιτών πάνω σε θέματα διαχείρισης των αγροτικών και φυσικών πόρων. Ένα τέτοιο πράσινο μοντέλο αστικού σχεδιασμού μπορεί να επανασυνδέσει την παραγωγή αγροτικών προϊόντων υψηλής αξίας με τις αστικές οικονομίες, Και μπορεί να παρέχει μικρές και μεγάλες ευκαιρίες που εν δυνάμει θα προσελκύσουν ένα ευρύ φάσμα εμπορικών επιχειρημάτων και επενδύσεων. Αυτό θα βελτιώσει την πρόσβαση σε βασικά γεωργικά προϊόντα που θα είναι φθηνά, προωθόντας συγχρόνως την υγεία των πολιτών αλλά και την ποιότητα στις γειτονιές και τις πόλεις.
Τα πρώτα σεμνά βήματα ήδη γίνονται στην Αθήνα (στο Ελληνικό αλλά και στο «Πάρκο Τρίτση») στην Θεσσαλονίκη, τη Νέα Ραιδεστό, την Αλεξανδρούπολη. Ενδιαφέρουσα και η κίνηση της ΔΗΩ για την Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (σελ. 20-28 εδώ). Χρησιμοποιήστε τα σχόλια αν ξέρετε για παρόμοιες πρωτοβουλίες σε άλλους δήμους της Ελλάδας.
Πηγή : protagon.gr
Τον τελευταίο καιρό έχει ανοίξει η συζήτηση για τον ρόλο των μεσαζόντων στην διατροφική αλυσίδα. Αν και το «κίνημα της πατάτας» αποτελεί πλέον θέμα και στον διεθνή τυπο και έχει απήχηση σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας, δεν είναι ο μόνος τρόπος σύνδεσης του παραγωγού με τον καταναλωτή. Ναι, το απευθείας εμπόριο, οι online αγορές και η δουλειά των εθελοντών έριξαν τον πρώτο σπόρο. Όμως για να μετεξελιχθεί σε πραγματικό κίνημα με ουσία, θα πρέπει να αναλάβει η κοινωνία τον ρόλο της στην αύξηση της συλλογικότητας, της ποικιλότητας και της συνειδητοποίησης πάνω σε θέματα υγείας και περιβάλλοντος. Εμπνέοντας και εκπαιδεύοντας συγχρόνως ανθρώπους όλων των ηλικιών να δημιουργήσουν βιώσιμα συστήματα παραγωγής που θα κάνουν τις πόλεις μας πιο λειτουργικές.
Σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν σήμερα αμέτρητα projects που μετατρέπουν αστικές περιοχές σε «εδώδιμες πόλεις», χρησιμοποιώντας ποικίλους τρόπους αστικής παραγωγής και Κοινωνικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας. Πρόκειται για κοινωνικά διαχειριζόμενες δράσεις που συνδιάζουν το ανθρώπινο, φυτικό και ζωικό δυναμικό μέσα σε μικρούς κήπους στους ελεύθερους χώρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες, σε κοινοτικά θερμοκήπια και μεγάλες περιαστικές φάρμες. Από τους κοινοτικούς κήπους του Παρισιού και τις ταράτσες του Λονδίνου, έως τους Κήπους της Νίκης του Σαν Φρανσίσκο και το φοιτητικό αγρόκτημα σε ένα πανεπιστήμιο στα προάστια της Στουτγάρδης, όλο και περισσότεροι άνθρωποι παράγουν τα δικά τους προϊόντα σε μέρη που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί μόλις λίγα χρόνια πριν. Δεν αποτελεί φυσικά έκπληξη, μιας και οι τιμές των τροφίμων που καλπάζουν συνοδεύονται από μία ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για φρέσκα προϊόντα που παράγονται με σωστό τρόπο.
Η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία δεν είναι κάποια καινούρια μέθοδος παραγωγής. Είναι απλώς ένας διαφορετικός τρόπος οργάνωσης της διατροφικής αλυσίδας. Φυσικά, δεν υπάρχουν μεσάζοντες και έμποροι, μιας και οι παραγωγοί έρχονται σε άμεση επαφή και συνέργιεα με τους καταναλωτές. Οι καλλιέργιες και οι τιμές καθορίζονται από τις ανάγκες της τοπικής αγοράς και η παραγωγή από τις ανάγκες της κοινότητας που υποστηρίζει το κάθε αγρόκτημα. Έτσι, οι καταναλωτές δεν χρειάζεται να αγοράζουν φρέσκα κηπευτικά και φρούτα από το supermarket, μιας και μπορούν να διαλέγουν και να προμηθεύονται τα προϊόντα μέσα στο αγρόκτημα, ακόμη και να τα συλλέγουν οι ίδιοι.
Από τη μία, οι γεωργοί δεν έχουν το άγχος της παραγωγής, μιας και μοιράζονται το κόστος μαζί με τους καταναλωτές. Από την άλλη, οι καταναλωτές δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τα «ψιλά γράμματα» της συμβατικής γεωργίας: ορμόνες, φυτοφάρματα, συνθετικά λιπάσματα και την περιβαλλοντική ρύπανση. Κυρίως, οι καταναλωτές γίνονται συμπαραγωγοί, δηλαδή αποκτούν τη δυνατότητα να επιλέγουν οι ίδιοι για την παραγωγή της τροφής τους, συμβάλλοντας έτσι στην περιβαλλοντική υγεία και τη διατροφική ασφάλεια των κοινοτήτων τους μέσα στις πόλεις.
Στην πλειοψηφία τους, τα αστικά αγροκτήματα και οι κοινοτικοί κήποι συστήνονται από ενεργοποιημένους εθελοντές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις, μεγαλύτερες φάρμες μπορούν να δημιουργήσουν ακόμη και θέσεις εργασίας. Τα περισσότερα projects διαχειρίζονται από αυτόνομες επιτροπές ενώ άλλα σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές. Αυτές οι ομάδες ασχολούνται κυρίως με την παραγωγική διαδικασία, παρέχουν μαθήματα, επισκέπτονται σχολεία, κοινοτικούς αγρούς και κοινωνικές επιχειρήσεις. Άλλες φιλοξενούν εγκαταστάσεις για παιχνίδι και άθληση, καθώς και εξωσχολικές δραστηριότητες, ακόμη και προγράμματα διακοπών.
Η προσφορά της κοινωνικής γεωργίας δεν επιτρέπει απλώς στους πολίτες να έρθουν σε επαφή με την πραγματική ζωντανή τροφη παρέχοντάς φρέσκα, ντόπια, εποχικά και βιολογικά προϊόντα. Παρέχει επίσης ευκαιρίες για την εκμάθηση νέων ικανοτήτων και δεξιοτήτων μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Και σίγουρα συμβάλλει στην οικονομική ευρωστία και περιβαλλοντική υγεία των περιοχών που την φιλοξενούν. Πάνω απ’ όλα, μπορεί να μετατραπεί σε ένα ανεκτίμητο εργαλείο που φέρνει κοντά ανθρώπους από διαφορετικές ηλικίες, κουλτούρες και δεξιότητες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να βελτιώσουν την φυσική και ψυχική υγεία των κοινοτήτων τους.
Η αστική γεωργία μπορεί επίσης να βοηθήσει πολύ στην οικονομική υγεία των πόλεων, μιας και η παραγωγή μπορεί να συνδιαστεί με τις εθελοντικές διανομές τροφίμων (που η χάρη τους έφτασε περήφανα μέχρι την Κίνα), τα κοινωνικά παντοπωλεία και τα συσσίτια που υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους δήμους της χώρας. Μπορεί πραγματικά να βοηθήσει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ανεργείας, της πείνας, του ανθυγιεινού τρόπου διατροφής, της έλλειψης πληροφόρισης και παιδείας. Και μπορεί να δώσει ώθηση στην αλλαγή της νοοτροπίας και της ψυχολογίας της κοινωνίας μας, δημιουργώντας μια άλλη προσέγγιση στην τροφή και την οικονομική ασφάλεια.
Η Ελλάδα έχει να αποκομίσει τεράστια οφέλη αν οι αστικές περιοχές της μπορέσουν να σμίξουν την ανάπτυξή τους με την ποιότητα του περιβάλλοντος, την σταθεροποίηση της γειτονιάς και την συνειδητοποίηση από μέρους των πολιτών πάνω σε θέματα διαχείρισης των αγροτικών και φυσικών πόρων. Ένα τέτοιο πράσινο μοντέλο αστικού σχεδιασμού μπορεί να επανασυνδέσει την παραγωγή αγροτικών προϊόντων υψηλής αξίας με τις αστικές οικονομίες, Και μπορεί να παρέχει μικρές και μεγάλες ευκαιρίες που εν δυνάμει θα προσελκύσουν ένα ευρύ φάσμα εμπορικών επιχειρημάτων και επενδύσεων. Αυτό θα βελτιώσει την πρόσβαση σε βασικά γεωργικά προϊόντα που θα είναι φθηνά, προωθόντας συγχρόνως την υγεία των πολιτών αλλά και την ποιότητα στις γειτονιές και τις πόλεις.
Τα πρώτα σεμνά βήματα ήδη γίνονται στην Αθήνα (στο Ελληνικό αλλά και στο «Πάρκο Τρίτση») στην Θεσσαλονίκη, τη Νέα Ραιδεστό, την Αλεξανδρούπολη. Ενδιαφέρουσα και η κίνηση της ΔΗΩ για την Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (σελ. 20-28 εδώ). Χρησιμοποιήστε τα σχόλια αν ξέρετε για παρόμοιες πρωτοβουλίες σε άλλους δήμους της Ελλάδας.
Πηγή : protagon.gr